επιβραβεύω

επιβραβεύω
μετ. вознаграждать, награждать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επιβραβεύω" в других словарях:

  • επιβραβεύω — επιβραβεύω, επιβράβευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιβραβεύω — (Μ ἐπιβραβεύω) επιδοκιμάζω με ηθική ή υλική αμοιβή την αρετή ή τις πράξεις κάποιου μσν. δίνω ως βραβείο …   Dictionary of Greek

  • επιβραβεύω — επιβράβευσα, επιβραβεύτηκα, επιβραβευμένος, μτβ., βραβεύω για κάτι, αναγνωρίζω έμπρακτα με υλική ή ηθική αμοιβή την αρετή ή τις πράξεις κάποιου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιβράβευση — η [επιβραβεύω] έμπρακτη αναγνώριση καλής πράξης ή αρετής …   Dictionary of Greek

  • στεφανώνω — στεφανῶ, όω, ΝΜΑ [στέφανος] 1. τοποθετώ στεφάνι στο κεφάλι κάποιου («Ὀρέστην... στεφανοῡν», Ευρ.) 2. (κατ επέκτ.) απονέμω στέφανο ως βραβείο, επιβραβεύω («στεφάνῳ σε χρυσῷ... σοφίας οὕνεκα στεφανοῡσι καὶ τιμῶσιν», Αριστοφ.) 3. επιθέτω στο κεφάλι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»